οινόμετρο

οινόμετρο
το
όργανο που χρησιμοποιείται για την εύρεση τής περιεκτικότητας τού οίνου σε οινόπνευμα, αλλ. οινοπνευματόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνόμετρον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • οινομετρικός — ή, ό [οινομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οινομετρία ή στο οινόμετρο …   Dictionary of Greek

  • οινοσκόπιο — το το οινόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + σκόπιο (< σκόπος < σκοπώ), πρβλ. στηθο σκόπιο. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”