- οινόμετρο
- τοόργανο που χρησιμοποιείται για την εύρεση τής περιεκτικότητας τού οίνου σε οινόπνευμα, αλλ. οινοπνευματόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνόμετρον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.